Σε χώρες με προχωρημένο πολιτικό σύστημα υπάρχουν θεσμοί διαλόγου που λειτουργούν καλολαδωμένα. Όλοι οι εμπλεκόμενοι γνωρίζουν εκ των προτέρων την ατζέντα του διαλόγου, τις προϋποθέσεις, το χρονοδιάγραμμα και τους στόχους. Όπως είναι ευνόητο, τα αποτελέσματα τέτοιων διαδικασιών είναι μακρόπνοα και τυγχάνουν σεβασμού από όλους. Δεν υπάρχουν, λοιπόν, αγεφύρωτες συγκρούσεις στις χώρες αυτές; Δεν υπάρχουν κερδισμένοι και χαμένοι; Δεν υπάρχουν θύματα και θύτες; Ασφαλώς και υπάρχουν! Όμως η κουλτούρα της συναίνεσης είναι εμπεδωμένη βαθειά μέσα στις κοινωνίες τους. Κάθε σύγκρουση έχει τουλάχιστον ένα δυνατό και τουλάχιστον έναν αδύναμο εταίρο. Στις χώρες αυτές, λοιπόν, ο δυνατός εταίρος έχει συνήθως την ευφυΐα και τα περιθώρια να επιβάλλει την κεντρική θέση του δια του διαλόγου, των συναινετικών διαδικασιών, των περιφερειακών συμβιβασμών προκειμένου να επιβληθεί ο πυρήνας της ισχυρής θέσης. Οι αδύναμοι εταίροι υφίστανται το αναπόφευκτο, έχοντας διασφαλίσει κάποια ανταλλάγματα, απεμπολώντας τη δυνατότητα να αντιμάχονται τις αποφάσεις που συνυπογράφουν. Έτσι, η κοινωνία πορεύεται ειρηνικά και αποτελεσματικά προς το επόμενο φούντωμα της σύγκρουσης συμφερόντων, η οποία θα αντιμετωπιστεί με τον ίδιο τρόπο, ώσπου κάποτε να γίνει τόσο εκρηκτική που να μην αντιμετωπίζεται με διαλόγους. Σε αυτές τις χώρες, όταν ο διάλογος καταρρέει συμβαίνουν σημαντικές ανακατατάξεις στην κοινωνία, που φέρουν τη σφραγίδα αυτών που τον αρνούνται - επαναστάσεις αν αρνούνται το διάλογο οι κάτω, δικτατορίες αν αρνούνται οι πάνω. Αντίθετα από άλλες χώρες, όπου, είτε με είτε χωρίς διάλογο, τα αποτελέσματα είναι συνήθως τα ίδια. Δηλαδή τίποτα.
Εδώ, στη βαλκανική γωνιά μας, τα πράγματα δε γίνονται έτσι. Οι διάλογοι είναι συνήθως άθλιες απομιμήσεις των ευρωπαϊκών παραδειγμάτων, πολλές φορές χωρίς καν να τηρούνται τα προσχήματα. Δεν υπάρχει ατζέντα, πλαίσιο, δεσμεύσεις, στόχοι χρονοδιαγράμματα. Κι αν υπάρχουν, δεν τηρούνται. Συνηθέστατα δε γίνεται καν διάλογος, αφού οι κυριότεροι εταίροι του δεν προσέρχονται ή αποχωρούν με τυμπανοκρουσίες. Έτσι, οι ρυθμίσεις των κυβερνήσεων δε φέρουν τη σφραγίδα της συναίνεσης, τα όποια μέτρα συναντούν τις ακώλυτες αντιδράσεις των διαφωνούντων και των θιγόμενων, και δε μένει παρά ο επόμενος υπουργός να επιχειρήσει να ξαναφέρει το θέμα σε "διάλογο" για να επαναληφθεί ο κύκλος της αναποτελεσματικότητας.
Κατά μία έννοια, είναι καλύτερα έτσι. Είναι τιμιότερο να καταγγέλλει κανείς το "διάλογο", αν κρίνει ότι δεν εκπληρώνει τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις, παρά να συμμετέχει σε αυτόν για μικροπολιτικές σκοπιμότητες, προκειμένου να μη χρεωθεί το ναυάγιο ή την άθλια έκβασή του. Είναι προτιμότερο να παίρνει μια κυβέρνηση τις αποφάσεις της, να διαλέγει με ποιους θα πάει και ποιους θ' αφήσει, αντί να ρίχνει στάχτη στα μάτια του κόσμου επιδιώκοντας υποτιθέμενη συναίνεση.
Αν επιμένουμε στο διάλογο, τότε θα πρέπει να απαντήσουμε σε ένα βασικό ερώτημα, πριν προχωρήσουμε. Υπάρχουν ισότιμοι συνομιλητές σε αυτόν, οι περίφημοι κοινωνικοί εταίροι; Κι αν όχι, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, πώς θα εξασφαλίσουμε ότι οι αδύναμοι εταίροι δε θα συρθούν σε μία συμφωνία που θα αναπαράγει την αδυναμία τους, φέροντας αυτή τη φορά τη σφραγίδα της συναίνεσής τους;
Στο θέμα της παιδείας υπάρχουν πολλοί εταίροι και δεν είναι καθόλου ισοδύναμοι. Αν τους χωρίσουμε σε κατηγορίες, είναι οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς, οι μαθητές και οι φοιτητές που ανήκουν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, εκείνοι που ανήκουν στα κατώτερα, οι επιχειρηματίες που περιμένουν από το εκπαιδευτικό σύστημα να τους παράσχει κατάλληλα εκπαιδευμένους και "προσαρμοσμένους" εργαζόμενους, αλλά και να αλώσουν το χώρο της παιδείας ως προσοδοφόρο αγορά, το κράτος που επίσης θέλει να στελεχώσει το μηχανισμό του, αλλά και υποχρεούται να παράσχει εκπαιδευτικές υπηρεσίες, το πολιτικό προσωπικό (κόμματα και συνδικαλιστές). Από το διαχωρισμό αυτό καταλαβαίνει κανείς ότι ο αδύναμος κρίκος είναι εκείνο το κομμάτι της κοινωνίας (μαθητές, φοιτητές, γονείς, εκπαιδευτικοί) που παλεύουν καθημερινά για την επιβίωσή τους. Γι' αυτούς, το θέμα της παιδείας ξεπερνά το επίδικο της μόρφωσης, της ανάπτυξης της προσωπικότητας, κλπ. Μετατρέπεται σε θέμα αξιοπρεπούς διαβίωσης. Επιβίωσης, σε ορισμένες περιπτώσεις.
Όπως είναι σήμερα η εκπαίδευση σε όλον τον κόσμο, ο κύριος ρόλος της είναι κατανεμητικός. Ανεξάρτητα από το πόσο καλά ή κακά γίνονται τα μαθήματα στα σχολεία και στις σχολές, στο τέλος ο μαθητής/σπουδαστής θα πάρει ένα χαρτί με ένα τίτλο και ένα βαθμό απάνω του. Όσο καλές ή κακές και να είναι οι πραγματικές γνώσεις που αντιπροσωπεύει αυτό το χαρτί, ο βασικός του ρόλος είναι να διοχετεύσει τον κάτοχό του προς μία θέση στην παραγωγή ή εκτός αυτής. Όσο καλή ή κακή και αν είναι η εκπαίδευση, τα συστήματα εισαγωγής, οι εξετάσεις κλπ, στο τέλος της ημέρας κάποιοι θα πάνε στις "καλές" θέσεις εργασίας, κάποιοι (οι περισσότεροι) στην εργασιακή κόλαση του ανύπαρκτου οκταώρου και των μισθών πείνας, και κάποιοι (πάρα πολλοί) στο βούρκο της ανεργίας και της μαύρης εργασίας. Και όλα αυτά θα γίνουν με κύριο άξονα το "χαρτί". Αν είναι "καλό", οι ευκαιρίες θα είναι πολλές. Αν είναι "κακό", λίγες.
Ας μη έχουμε την αυταπάτη ότι μπορούμε να έχουμε πολύ φαεινές ιδέες στην εκπαίδευση. Δεν είναι όλα θέμα παιδείας, όπως διατείνεται η διαφημιστική καμπάνια του ΥΠΕΠΘ. Ακόμα και παραδεισένια να είναι η εκπαίδευσή μας, ο τελικός ρόλος της θα είναι να κατανέμει τους μαθητές στην παραγωγή. Αυτό το κατανοούν ασυναίσθητα και οι μαθητές και οι γονείς, γι' αυτό και θα πηγαίνουν στα φροντιστήρια ακόμη κι αν εμείς γίνουμε οι καλύτεροι εκπαιδευτικοί και τα σχολεία μας τα καλύτερα του κόσμου. Όσο υπάρχει ανεργία και εργασιακή κόλαση, οι μαθητές θα διαγκωνίζονται με κάθε τρόπο και τίποτε δε θα τους φτάνει. Αν τα σχολεία είναι κακά, θα πηγαίνουν σε φροντιστήρια για το στοιχειώδες. Αν είναι καλά, πάλι στα φροντιστήρια για το κάτι παραπάνω. Είναι όλα θέμα κοινωνίας.
Ένας διάλογος για την Παιδεία, λοιπόν, δε μπορεί να γίνει για το πλέον σημαντικό επίδικο που επικαλούνται οι ιδεολογικοί και πολιτικοί ταγοί μας, τη δια της μόρφωσης ανάπλαση της κοινωνίας, αλλά μόνο για σημαντικά ενίοτε, αλλά περιφερειακά ως προς το κύριο θέματα, όπως το αν θα παρέχεται σύγχρονη γνώση ή πεπαλαιωμένη, αν στα πανεπιστήμια θα μπαίνουν κυρίως οι πλούσιοι ή και μερικοί φτωχοί, κλπ. Για να μιλήσουμε για το κύριο ζητούμενο, δεν πρέπει να αρχίσουμε με διάλογο για την Παιδεία, αλλά με διάλογο για την κοινωνία. Αλλά αυτό δεν είναι στην ατζέντα.
Κατά τη γνώμη μου, ο μόνος διάλογος που θα είχε νόημα σε αυτήν τη φάση θα πρέπει να εστιαστεί γύρω από τη διαμόρφωση ενός σχολείου που να αμβλύνει τους κοινωνικούς φραγμούς στη μόρφωση. Ένα σχολείο που θα ενισχύει οικονομικά τους ασθενέστερους μαθητές ώστε να μην το εγκαταλείπουν για να εργαστούν, θα παρέχει μορφωτικές διεξόδους σε παιδιά με διαφορετικές δυνατότητες και κλίσεις, δε θα διαχωρίζει τους μαθητές σε ήρα και στάρι με διπλό δίκτυο σχολείων (τεχνικό-γενικό, καλά-κακά σχολεία), θα παρέχει τεχνολογικές και ακαδημαϊκές γνώσεις σε όλους τους μαθητές από μικρή ηλικία, και θα παρέχει ενιαίο απολυτήριο με ενιαία εργασιακά δικαιώματα. Και μετά, μια τριτοβάθμια εκπαίδευση με ελεύθερη πρόσβαση, όπου τα πτυχία θα καταλήγουν σε μεγάλες ομάδες ενιαίων εργασιακών δικαιωμάτων. Ας τολμήσουμε να αναδείξουμε το αδιέξοδο του κατανεμητικού ρόλου της εκπαίδευσης!
Τέτοιο διάλογο η κυβέρνηση της ΝΔ δεν πρόκειται να κάνει. Ούτε του ΠΑΣΟΚ μεθαύριο. Και διάλογος για το εξεταστικό δεν έχει και πολύ νόημα. Αυτόνομο λύκειο δεν υπάρχει, ούτε θα υπάρξει ποτέ. Άρα ο διάλογος για το εξεταστικό γίνεται τελικά μόνο και μόνο για το ποιος θα πάρει την πίτα των φροντιστηρίων. Οι πανεπιστημιακοί ή οι εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας.
26 Φεβ 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου